Είναι προτιμότερο να χρησιμοποιούμε τον τύπο καταχωρίζω (αντί του καταχωρώ), όταν θέλουμε να δηλώσουμε την καταγραφή «κατά χώραν» (στην οικεία θέση) μιας επίσημης ή τυπικής πληροφορίας – όλες οι συναφείς πληροφορίες είναι καταχωρισμένες στα αρχεία της Κοινότητας. Το καταχωρίζω (< κατά χώραν θέτω) διαφέρει από τα σύνθετα του χωρώ «προχωρώ, βαδίζω» που δηλώνουν κατά βάσιν κίνηση: ανα-χωρώ, προ-χωρώ, προσ-χωρώ, υπο-χωρώ, οπισθο-χωρώ, απο-χωρώ, εισ-χωρώ, συγ-χωρώ («συμβαδίζω, συγκλίνω, συμφωνώ, απαλλάσσω»), υπανα-χωρώ, παρα-χωρώ, εκ-χωρώ. Το καταχωρίζω δηλώνει θέση (τοποθέτηση σε ορισμένη θέση) με σκοπό την ταξινόμηση και διάκριση των πληροφοριών· παράβαλε και χωρίζω, δια-χωρίζω, απο-χωρίζω, ξε-χωρίζω τα οποία δηλώνουν «διάκριση θέσεως» και, κατ' επέκτασιν, διάκριση. Βεβαίως, το καταχωρίζω προσδιορίζει ως προτιμότερες τις χρήσεις καταχώριση, καταχωρισμός, καταχωρίσιμος, καταχωρισμένος.
Μπαμπινιώτης
καταχωρώ [kataxoró] -ούμαι P10.9 : καταχωρίζω. [λόγ. < ελνστ. καταχωρῶ `υποχωρώ σε αίτημα΄, με σφαλερή ταύτιση προς το καταχωρίζω από το συνοπτ. θ. καταχωρισ-]
καταχωρίζω [kataxorízo] -ομαι P2.1 : 1. γράφω κτ. σε ορισμένη σειρά και θέση, σε ειδικό βιβλίο, κατάλογο κτλ., ή το κρατώ στη μνήμη ηλεκτρονικού υπολογιστή: Oι γάμοι / οι θάνατοι καταχωρίζονται στα οικεία βιβλία του ληξιαρχείου. O αρμόδιος υπάλληλος καταχώρισε την αίτηση με αριθμό πρωτοκόλλου τριάντα. Tα έσοδα και οι δαπάνες είναι καταχωρισμένα σε λογιστικά βιβλία. || Aυτό το γεγονός θα καταχωριστεί στις δέλτους της ιστορίας, θα καταγραφεί. 2. δημοσιεύω κτ. σε εφημερίδα ή σε περιοδικό, κυρίως για πληρωμένη δημοσίευση μικρής αγγελίας, διαφήμισης, δήλωσης κτλ. [λόγ. < ελνστ. καταχωρίζω `εγγράφω σε κατάλογο΄, αρχ. σημ.: `βάζω στη θέση του΄ (διαφ. το ελνστ. καταχωρῶ `υποχωρώ)]
ΛΚΝ
καταχωρώ
(Α καταχωρῶ, -έω)· (νεοελλ.) καταχωρίζω*· || (αρχ.) 1. υποχωρώ ως προς κάτι, παραιτούμαι από κάτι· 2. παραδίδω κάτι σε κάποιον («τοὺς τόκους καταχωρεῑν... ἐς τὸ θεῑον»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -χωρῶ (< χωρῶ < χῶρος), πρβλ. ανα-χωρώ, υπο-χωρώ].
καταχωρίζω
(AM καταχωρίζω)· γράφω κάτι στη δική του θέση σε βιβλίο ή κατάλογο, καταγράφω (α. «η αίτηση μου καταχωρίστηκε στο πρωτόκολλο»· β. «οὐ κατεχωρίσθη ὁ ἀριθμὸς ἐν βιβλίῳ λόγων τῶν ἠμερῶν τοῡ βασιλέως», ΠΔ)· || (νεοελλ.) δημοσιεύω κάτι σε εφημερίδα· || (μσν.) 1. χωρίζω, διασπώ· 2. ξεχωρίζω· || (αρχ.) 1. τοποθετώ κάτι σε μια θέση, κατατάσσω («τοὺς λόγους καταχωρίσας ᾗπερ ὐμῑν δοκεῑ», Ξεν.)· 2. ορίζω, κατατάσσω, εγγράφω («οἱ εἰς τὸ ναυτικὸν κατακεχωρισμένοι»)· 3. καταδαπανώ, καταναλίσκω («ὠνούμενοι γυναῑκας καὶ οἶνον, ἅπαντα τὸν μισθὸν εἰς ταῡτα κατεχώριζον», Διόδ.)· 4. μεταβιβάζω κάτι σε κάποιον με επίσημη πράξη· 5. καταγράφω, αναφέρω, περιλαμβάνω σε βιβλίο («κατεχώρισε ἐν τοῑς ποιήμασι τούσδε τοὺς στίχους», Διόδ.).
Πάπυρος
καταχωρώ
-είς, -εί ρ. (καταχώρησα, καταχωρημένος) βλ. το ορθότ. καταχωρίζω
καταχωρίζω
[<αρχ. καταχωρίζω < κατά + χωρίζω]
ρ. (καταχώρ-ισα, -ίστηκα, -ισμένος) εγγράφω σε βιβλίο, πίνακα, λογαριασμό κτλ. ή δημοσιεύω
ΜΕΛ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου