Konstantinito
"Lo importante es ser uno mismo"
Τρίτη 15 Ιουνίου 2010
πρανής
(λόγ.) ο κατηφορικός. || (κυρ. ως ουσ.) το πρανές ή τα πρανή, οι κατωφέρειες, οι πρόποδες ή οι υπώρειες υψώματος (με σχετικά ομαλή κλίση): Ένας λόχος κατέλαβε τα πρανή του λόφου / του υψώματος.
[λόγ. < αρχ. πρανής]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Νεότερη ανάρτηση
Παλαιότερη Ανάρτηση
Αρχική σελίδα
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου