Τρίτη 15 Ιουνίου 2010

πρανής

(λόγ.) ο κατηφορικός. || (κυρ. ως ουσ.) το πρανές ή τα πρανή, οι κατωφέρειες, οι πρόποδες ή οι υπώρειες υψώματος (με σχετικά ομαλή κλίση): Ένας λόχος κατέλαβε τα πρανή του λόφου / του υψώματος.
[λόγ. < αρχ. πρανής]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου