Κυριακή 27 Ιουνίου 2010

Προαλείφομαι

προετοιμάζομαι για κάτι π.χ. ένα έργο, κάνω την προετοιμασία-προπαρασκευή για την ανάληψη κάποιας αποστολής, ρόλου, αξιώματος.
(ΕΤΥΜ. αρχική σημασία. "αλείφομαι (με λάδι) πριν μπω στην παλαίστρα. προ+αλείφω."

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου