Του Χαράλαμπου Γωγιού
Η σύγχρονη ιστορία της Βενεζουέλας προσφέρει μια σειρά από ενδιαφέρουσες προκλήσεις για τους σκεπτικιστές. Τόσο η «Μπολιβαριανή Επανάσταση» του Hugo Chávez, αυτό το θρασύ κράμα λαϊκισμού, αυταρχισμού και αυθεντικής σοσιαλιστικής πνοής, όσο και το «μουσικό θαύμα» που αποτελεί το Κρατικό Ίδρυμα για το Εθνικό Σύστημα Νεανικών και Παιδικών Ορχηστρών της Βενεζουέλας (FESNOJIV) συνιστούν, το καθένα με τον τρόπο του, από μια εικονογράφηση του διαφημιστικού σλόγκαν της εταιρείας ενδυμάτων Diesel (“Smart may have the brains, but stupid has the balls”), καλώντας ακόμη και τους πλέον κυνικούς από εμάς να αναπροσδιορίσουν τις προκαταλήψεις τους για τις «ορθές» αναλογίες ανάμεσα στον πραγματισμό, τον ιδεαλισμό, την αφέλεια και την ευγένεια.
Στον ιστότοπο του FESNOJIV διαβάζω με έκπληξη πως ο εμπνευστής της μουσικοπαιδαγωγικής μεταρρύθμισης της Βενεζουέλας, José Antonio Abreu, γεννήθηκε «μια 7η Μαΐου [...], την ευλογημένη ώρα της αυγής». Η διατύπωση μπορεί να μην είναι εξίσου ακραία με εκείνη των βιογράφων του Υπέρτατου Ηγέτη της Βόρειας Κορέας, Κιμ Γιονγκ Ιλ (του οποίου η γέννηση προαναγγέλθηκε από ένα χελιδόνι, ένα διπλό ουράνιο τόξο και ένα νέο αστέρι στον ουρανό), ωστόσο ο μεσσιανικός τόνος είναι, και σ’ αυτή την περίπτωση, ορατός, αναμφισβήτητος – και συγκινητικά ειλικρινής: ο Abreu είναι ο «σπορέας της ελπίδας», το FESNOJIV αποκαλείται «Το Σύστημα» (El Sistema) και η «φιλοσοφία» του περιλαμβάνει διακηρύξεις («Στο παρελθόν, η τέχνη ήταν ζήτημα των λίγων για τους λίγους, και αργότερα των λίγων για τους πολλούς. Σήμερα, είναι ζήτημα των πολλών για τους πολλούς») των οποίων το «κιτς» θα έκοβε την ανάσα – αν η αλήθεια τους δεν ήταν τόσο καταφανώς βιωμένη και ριζωμένη στην ιστορία και την πραγματικότητα του τόπου.
Τίποτε δεν θα είχε σημασία αν το «Σύστημα», στην τριακονταπενταετή του πορεία, δεν είχε σημειώσει τη συγκλονιστική επιτυχία που, αδιαμφισβήτητα, έχει. Πέρα από, απλώς, ένα πρωτοποριακό σύστημα μουσικής εκπαίδευσης, το όραμα που ο οικονομολόγος Abreu έθεσε σε δράση το 1975 με την ίδρυση της πρώτης Εθνικής Νεανικής Συμφωνικής Ορχήστρας της Βενεζουέλας δεν ήταν τίποτε λιγότερο από την ολοκληρωτική αναδιάρθρωση της κοινωνίας κατά τα δομικά πρότυπα της συμφωνικής ορχήστρας, η οποία, κατά την άποψή του, αποτελούσε υπόδειγμα της ιδανικής κοινωνικής οργάνωσης: ένα περιβάλλον ελεύθερης, δημιουργικής συμμετοχικότητας, όπου κάθε μέλος είναι ταυτόχρονα υπεύθυνο για την προσωπική του βελτίωση, τον ιδιαίτερο ρόλο του στο σύνολο και τη συνεργατική πραγμάτωση του συλλογικού στόχου. Σε μια κίνηση στρατηγικής σημασίας, το Σύστημα τέθηκε εξαρχής υπό την αιγίδα όχι του Υπουργείου Πολιτισμού, αλλά των διαφόρων υπουργείων κοινωνικής μέριμνας, πράγμα που συνέβαλε αποφασιστικά στη γενναιόδωρη (και απρόσκοπτη, παρά τα χρόνια και τις πολιτικές μεταπτώσεις) οικονομική στήριξη από το Κράτος. Αποτέλεσμα: η Βενεζουέλα των 27.000.000 κατοίκων διαθέτει σήμερα πάνω από 180 (!) νεανικές και παιδικές ορχήστρες, χορωδίες και μουσικές ακαδημίες, στις οποίες συμμετέχουν περίπου 350.000 νέοι (στη μεγάλη πλειοψηφία τους από χαμηλά κοινωνικά και οικονομικά στρώματα), καθώς και ένα μουσικοπαιδαγωγικό σύστημα-πρότυπο, με σειρά από επίδοξους μιμητές, ακόμη και στις πλέον ανεπτυγμένες χώρες του πλανήτη.
Ωστόσο: όσο κι αν το σύστημα του Abreu θριάμβευσε κοινωνικά αξιοποιώντας την «κλασική» μουσική ως δίοδο για τις ικανότητες και τις φιλοδοξίες χιλιάδων νέων πολιτών· όσο κι αν έδρασε ως αποτελεσματικό αντίπαλο δέος στη ζωή του υποκόσμου και του εγκλήματος· όσο κι αν το σπουδαίο εκπαιδευτικό πρόγραμμα (με σλόγκαν «πρώτα το πάθος, ύστερα η εκλέπτυνση») πριμοδότησε παραμελημένες όψεις της μουσικότητας, όπως η σωματική συμμετοχή, η ομαδικότητα και η άρρηκτη διαπλοκή ζωής και μουσικής, παράγοντας εντέλει ένα συλλογικό ήχο απροσδόκητου αισθησιακού πλούτου και γενναιοδωρίας: η εξαγωγή της Βενεζουελομανίας και η εξιδανίκευση του Συστήματος ως «το μέλλον της κλασικής μουσικής*» θέτει μια σειρά από ανησυχητικούς κινδύνους, η αντιμετώπιση των οποίων απαιτεί την κινητοποίηση του συνόλου της ευαισθησίας και της κριτικής μας αντίληψης. Δεν είναι τυχαίο που η διεθνής παράκρουση άρχισε πάνω-κάτω παράλληλα με τις ηχογραφήσεις (για την Deutsche Grammophon!) του πιο εκλεπτυσμένου «προϊόντος» του Συστήματος, της Ορχήστρας Νέων “Simón Bolívar” υπό τον Gustavo Dudamel, σπουδαίο μεν αρχιμουσικό, αλλά επίσης νέο, ωραίο, εξωστρεφή, με εξωτική σύζυγο... Το «πάθος» και η «αυθεντικότητα» των νέων μουσικών της Βενεζουέλας όξυνε τα συμπλέγματα για τη δική μας αλλοτρίωση, λυτρώνοντας ταυτόχρονα με βολικό τρόπο την κληρονομιά της κλασικής μουσικής από τις κατηγορίες για ελιτισμό. Η ευρωαμερικανική νευρωτική λατρεία του ρομαντικού πρωτογονισμού έδειξε εδώ το χειρότερό της πρόσωπο, απειλώντας να αφομοιώσει το «θαύμα» της Βενεζουέλας στο αγοραίο, παγκοσμιοποιημένο, καπιταλιστικό πρότυπο της τέχνης-ως-καταναλώσιμου-αγαθού: στο ακριβές αντίθετο, δηλαδή, από το όραμα του Abreu – μέσα στο οποίο, όμως, καλώς ή κακώς, εμείς ζούμε! Ποια είναι, λοιπόν, η ευθύνη μας ως Ευρωπαίων ακροατών; Κατά τη γνώμη μου, να αντιμετωπίσουμε το θρίαμβο της Βενεζουέλας ως αυτό που είναι, δηλαδή το επίτευγμα ενός λαού που πρότεινε με τόλμη και φαντασία τις ΔΙΚΕΣ ΤΟΥ λύσεις στα ΔΙΚΑ ΤΟΥ προβλήματα, επενδύοντας, επιπλέον, σε υποδομές, και όχι σε πυροτεχνήματα και εντυπωσιασμούς. Το «Σύστημα» έσπειρε, με υπομονή και πίστη, για το μέλλον. Ας μην το αντιμετωπίσουμε ως το νέο χάμπουργκερ με εξωτική εσάνς.
*Drew McManus, “The Future Of Classical Music Is In Venezuela”, The Partial Observer, Ιούλιος 2005
(Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΕΦ στις 10-6-2010)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου