Τρίτη 21 Μαΐου 2013

Σακιαμούνι


Από  τόπους  μακρινούς,  πέρ΄ από  βουνά,
μέσ΄ από  γκρεμούς  και  φαράγγια  σκοτεινά,
όπου  αντιβοούσε  και  λυσσομανούσε  με  μιας  θύελλας
ορμή το  φθινοπωριάτικο  αγέρι, διάβαινε  ένα  ασκέρι.

Όλο  αλήτες,  ερημοσπίτες...
Διάβαινε  τραβώντας  θλιβερά,
προς  του  Γάγγη  τα  νερά.

Τ΄ αδυνατισμένο  τους  κορμί  φάνταζε  μελανιασμένο,
από  την  βροχή  και  τον  άνεμο  δαρμένο.
Τρείς  μέρες  είχαν  τώρα  να  σταθούν,
λίγη  φωτιά,  κάποια  γωνιά  φιλόξενη  να  βρούν  ν΄ αναπαυθούν.

Και  με  την  ψυχή  στα  δόντια,  εσερνόνταν  οι  αλήτες...

Όταν  στου  δρόμου  μέσα  στη  σταχτιά  και  νοτισμένη  καταχνιά
το  κουρασμένο  τους  το  μάτι
ξεχώρισε  λαμπρό,  να  ξεπροβάλλει  κάτι.
Ήταν  ναός !!

Στη  μέση  του  ναού  στητός  σ'  ωραίο  θρόνο
ο  Σακιαμούνι  πέτρινος,  κάθοταν  ατάραχος,  σιωπηλός.
Κι΄ είχε  στην  πορφυρή  του  την  κορώνα,
διαμάντι,  που  ως  έλαμπε, φαινόταν  σαν  αστραπής  χορός.

Tότε  είπε  ένας  της  παρέας,  με  χαμηλή  φωνή:
"Πλησιάστε  με  κι  ακούστε  με  αδέλφια.
Η  νύχτα  είναι  σκοτεινή.
Βαριά  σκεπάσανε  τον  ουρανό  τα  νέφια.
Κανείς  δεν  θα  μας  δει.
Με  το  διαμάντινο  που  βλέπουμε  πετράδι
σαν  το  πουλήσουμε  στης  χώρας  το  παζάρι
άφθονα  πλούτια  και  ρούχα  και  σπουδή
στο  μερτικό  ο  καθένας  μας  θα  πάρει.
Τι  να  το  κάνει  ο  Βούδας;   Δεν  το  θέλει.
Γι΄ αυτόν  που  κυβερνά  την  πλάση  όλη,
από  το  φύκι  του  βυθού,  ως  τη  νεφέλη,
χίλιες  χιλιάδες  χρόνια  κάθε  βράδυ,
λαμποκοπούνε  πιο  καλά  οι  ουράνιοι  θόλοι
μ΄ ασύγκριτα  διαμάντια  τ΄ αμέτρητα   αστέρια"

Είπε  και  σύνθημα  έδωσε..
Κι  οι  κλέφτες  πλησιάσανε  προσεχτικά  τον  Βούδα.
Μα  μόλις  άπλωσαν  τα  βέβηλά  τους  χέρια,
προς  τ΄ άγαλμα  το  κόσμημα  ν΄ αγγίξουν,
σείστηκε,  άστραψε  και  βρόντηξε  ο  τόπος.
Σίφουνας  άρπαξε  και  τίναξε  μακριά  σαν  φλούδια,
στο  πάτωμα  τους  βέβηλους  ανθρώπους.
Κι  οι  άγριοι  αντίλαλοι  της  ερημιάς,
πιότερο  έκαναν  τον  τρόμο  της  καρδιάς.

Μονάχα  ένας  τη  στιγμή  εκείνη,
γεμάτος  μεγαλείο  και  γαλήνη,
από  τον  όχλο  των  ζητιάνων  θαρρετά
βγαίνει  δυο  βήματα  μπροστά
και  βλέποντας  τον  Βούδα  λέει:

"Ντροπή  σου!
ή τάχα  ψέματα  μας  λέγαν  οι  ιερείς  σου,
πως  είσαι  πράος,  αγαθός  και  σπλαχνικός.
Πως  αγαπάς  τους  πόνους  να  πραΰνεις,
στους  πικραμένους  τη  χαρά  να  δίνεις
και  να  γεμίζεις  την  καρδιά  με  φώς.
Όμως  να  τώρα  με  τυφλή  μανία,
έρχεσαι  εμάς  να  εκδικηθείς  τους  ταπεινούς...
Σκέψου  αλήθεια,
τι  κατόρθωμα  κι  ανδρεία
για  ένα  ασήμαντο  και  περιττό  πετράδι
να ρίχνεις τις βροντές, τους  κεραυνούς  σου
στο  πεινασμένο  κι  έντρομο  αυτό  κοπάδι!
Ο  Παντοκράτορας  εσύ  ο  τρομερός,
γίνεσαι  άδικος  κριτής  και  τιμωρός
και  ξεσηκώνεσαι  με  βία  αλόγιστη  κι  ορμή
για  ν΄ αφαιρέσεις  από  τον  ζητιάνο  τα  λίγα  ψίχουλα  ψωμί.
Του  κόσμου  άρχοντα,  των  βασιλιάδων  βασιλιά,
ίσος  με  σένα,  με  το  μέτωπο  ψηλά,
έρχομαι  ο  άφρονας  εδώ  μπροστά  σου!
Κάψε  με  αν  θέλεις  με  τη  φλογερή  φωτιά  σου!
Μα  θα  στο  πω,  μ΄ ακράτητη  οργή,
μπροστά  σε  Ουρανό  και  Γη,
της  γης  εγώ,  ο  ελάχιστος  ο  ταπεινός,
άδικος - άδικος,  πως  είσαι  ο  Θεός."

Είπε
  και  σώπασε
  και  γίνηκε  το  θάμα...

Για  να  μπορέσουν  το  διαμάντι  του  να  φτάσουν,
να  το  κρατήσουν  οι  φτωχοί  και  να  χορτάσουν,
είδαν  του  Βούδα  τ΄ άγαλμα  μονάχο  ν΄ αρχινά
σιγά - σιγά  την  κεφαλή  να  χαμηλώνει
και  των  φτωχών  το  πλήθος  ως  τη  Γή  να  προσκυνά,
σέρνοντας  και  τον  ωραίο  θρόνο  αντάμα...

Του  κόσμου  ο  Άρχοντας,  ο  Θεός,
ο  Μέγας  ο  Θεός,
ήταν  εκεί  πεσμένος  σαν  νεκρός
και  με  το  πρόσωπο  κατάχαμα  στη  σκόνη...

3 σχόλια: