εμιγκρές ο [emigrés] Ο13 & εμιγκρέ ο [emigré] Ο (άκλ.) : α.αυτός που εκπατρίζεται με τη θέλησή του, αυτοεξόριστος, πολιτικός φυγάς ή πρόσφυγας. β. (ιστ.) εκπατρισμένος με τη θέλησή του Γάλλος μοναρχικός κατά την περίοδο της γαλλικής επανάστασης.
[λόγ. < γαλλ. émigré και προσαρμ. στη μορφολ. της δημοτ. με προσθήκη του -ς]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου