Σάββατο 25 Ιουλίου 2009

πανδαμάτωρ ο [panδamátor]

Ο γεν. πανδαμάτορος, αιτ. πανδαμάτορα : (λόγ.) για το χρόνο, που με το πέρασμά του μας κάνει να ξεχνάμε τα θλιβερά γεγονότα της ζωής μας: Πληγές που δεν τις επούλωσε ο χρόνος κι ας τον λένε πανδαμάτορα. || (σπανιότ.) ο χρόνος που φθείρει τα πάντα.
[λόγ. < αρχ. πανδαμάτωρ]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου