πικετοφορία η [piketoforía] Ο25 : πορεία διαδηλωτών, που έχουν γραμμένα τα αιτήματα ή τα συνθήματά τους πάνω σε πικέτες, τις οποίες είτε κρατούν ψηλά (προσαρμοσμένες σε ξύλα) είτε τις φορούν μπροστά τους (κρεμασμένες από το λαιμό τους): Mετά τη συγκέντρωση θα γίνει ~. [λόγ. πικέτ(α) -ο- + -φορία (< -φόρ(ος) -ία) απόδ. γαλλ. piquets de grève]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου