Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 2009

πογκρόμ το [pogróm] Ο (άκλ.)

Βιαιοπραγίες, διωγμοί κατά εθνικών, φυλετικών ή θρησκευτικών μειονοτήτων: Tο ~ του 1938 κατά των Εβραίων. ~ των Iσραηλινών κατά των Παλαιστινίων στα κατεχόμενα εδάφη. || (επέκτ.) κάθε σκληρός, βίαιος μαζικός διωγμός, κυνηγητό: H αστυνομία εξαπέλυσε ~ κατά των χρηστών ναρκωτικών.
[λόγ. < γαλλ. pogrom < ρωσ. pogrom `ερήμωση΄]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου