ΖΙΓΚΜΟΥΝΤ ΜΠΑΟΥΜΑΝ
Οπως το πρόσφατο χρηματοπιστωτικό τσουνάμι κατέδειξε πέρα από κάθε εύλογη αμφιβολία σε εκατομμύρια πρόσωπα, τα οποία οδηγήθηκαν να πιστέψουν στις χρηματοπιστωτικές αγορές και στις τραπεζικές πρακτικές ως έγκυρες μεθόδους για να επιλύουν με επιτυχία τα προβλήματά τους, ο καπιταλισμός στην καλύτερη των υποθέσεων δημιουργεί προβλήματα, δεν τα επιλύει.
Και αυτό για έναν απλό λόγο: ο καπιταλισμός, όπως και το θεώρημα της μη πληρότητας των συστημάτων των φυσικών αριθμών του Κουρτ Γκέντελ, δεν μπορεί να είναι ταυτόχρονα συνεπής και πλήρης. Αν είναι συνεπής με τις ίδιες του τις αρχές, εμφανίζονται προβλήματα με τα οποία αυτός δεν μπορεί να ασχοληθεί. Αρκεί να σκεφτούμε ότι τα στεγαστικά δάνεια, που διαφημίστηκαν σαν ένα εργαλείο για να αντιμετωπιστούν οι δυσκολίες όσων δεν είχαν κατοικία, στην πραγματικότητα πολλαπλασίασαν τον αριθμό εκείνων που ξαναβρέθηκαν χωρίς κατοικία.
Πολύ πριν ο Γκέντελ διατυπώσει το θεώρημά του, η Ρόζα Λούξεμπουργκ είχε γράψει τη μελέτη της για τη συσσώρευση του κεφαλαίου, στην οποία υποστήριζε ότι ο καπιταλισμός δεν είναι σε θέση να επιβιώσει χωρίς μη καπιταλιστικές οικονομίες. Ο καπιταλισμός μπορεί να αναπτύσσεται μόνον όσο θα υπάρχουν «παρθένες περιοχές», έλεγε, ανοιχτές στην επέκταση και στην εκμετάλλευση. Σκεφτόταν τις χώρες που έγιναν αποικίες εκείνη την εποχή. Το πρόβλημα είναι ότι, αφότου κατακτηθούν αυτές οι περιοχές, στερούνται την «παρθενικότητά» τους και έτσι εξαντλείται η πηγή από την οποία τρέφεται ο ίδιος ο καπιταλισμός.
Ο καπιταλισμός, για να το πούμε ειλικρινά, είναι ουσιαστικά ένα παρασιτικό σύστημα. Μπορεί να ευημερεί μόνον όταν βρίσκει έναν οργανισμό, τον οποίο δεν έχει ακόμη εκμεταλλευτεί, και από τον οποίο τροφοδοτείται, αλλά (ιδού το παράδοξο) δεν μπορεί να το κάνει χωρίς με αυτόν τον τρόπο να βλάψει τον οργανισμό που τον φιλοξενεί και, αργά ή γρήγορα, να υπονομεύσει τις ίδιες τις προϋποθέσεις της ευημερίας του ή ακόμη και της επιβίωσής του.
Ευρηματικότητα
Σήμερα, έναν αιώνα μετά από αυτή τη διάγνωση, γνωρίζουμε με ακόμη μεγαλύτερη βεβαιότητα ότι η δύναμη του καπιταλισμού έγκειται στη σαγηνευτική ευρηματικότητα με την οποία αναζητάει και βρίσκει νέα είδη ξενιστών, κάθε φορά που τα προηγούμενα εκμεταλλευόμενα είδη γίνονται πιο σπάνια ή χάνονται εντελώς. Τώρα γνωρίζουμε και την ταχύτητα με την οποία αναπροσαρμόζεται στις ιδιαιτερότητες των νέων εδαφών στα οποία βόσκει. Στο τεύχος Νοεμβρίου του 2008 της περιοδικής επιθεώρησης New York Review of Books ο Τζορτζ Σόρος, με το άρθρο του «The crisis and what to do about it», εξήγησε τη σειρά των καπιταλιστικών πρωτοβουλιών ως μια διαδοχή από φούσκες που μεγαλώνουν κατά κανόνα πολύ πέρα από τις δυνατότητές τους και που σκάνε αμέσως μόλις φτάνουν το σημείο της μέγιστης αντίστασης. Η τωρινή πιστωτική στενότητα δεν αναγγέλλει επομένως το τέλος του καπιταλισμού, αλλά μόνον την εξάντληση ενός από τα εδάφη στα οποία αυτός έβοσκε. Η αναζήτηση του προσεχούς βοσκοτοπιού άρχισε αμέσως. Και ακριβώς όπως στο παρελθόν το καπιταλιστικό κράτος διαλαλούσε τα κατορθώματά του μέσα από την υποχρεωτική κινητοποίηση δημόσιων πόρων, θα αναζητηθούν νέες παρθένες περιοχές και θα γίνουν προσπάθειες να τις ανοίξουν με το καλό ή με το ζόρι, μέχρις ότου και οι δικές τους δυνατότητες, με τη σειρά τους, θα εξαντληθούν.
Καταστροφή
Οπως πάντα, και όπως μάθαμε στον εικοστό αιώνα από μια μακρά σειρά μαθηματικών ανακαλύψεων, από τον Ανρί Πουανκαρέ ώς τον Εντουαρντ Λόρεντς, η πιο μικρή απόκλιση μπορεί να μας ρίξει στην άβυσσο και να μας οδηγήσει στην καταστροφή, έτσι όπως και το πιο μικρό βήμα προς τα μπρος μπορεί να εξαπολύσει μια καταιγίδα και να καταλήξει να προκαλέσει έναν κατακλυσμό. Και αυτό γιατί οι αναγγελίες της ανακάλυψης νησιών που δεν καταγράφονται ούτε στους γεωγραφικούς χάρτες, προσελκύουν συνήθως πλήθη τυχοδιωκτών μεγαλύτερα και από τις ίδιες τις διαστάσεις των παρθένων περιοχών - πλήθη που μέσα σε μια στιγμή θα χρειαστεί να μπορέσουν να τρέξουν γρήγορα στις βάρκες τους, για να απομακρυνθούν από μιαν επικείμενη καταστροφή, με την ελπίδα ότι αυτές οι βάρκες θα είναι ακόμη άθικτες και ασφαλείς. Το ερώτημα που τίθεται είναι επομένως σε ποιο σημείο θα εξαντληθεί ο κατάλογος των περιοχών που μπορούν να αναγορευτούν, με μια δεύτερη διαδικασία, παρθένες και πότε οι (φρενιτιώδεις και επινοητικές) εξερευνήσεις θα πάψουν να προσφέρουν κάποια προσωρινή ανακωχή.
Η εισαγωγή των πιστωτικών καρτών και του εύκολου δανεισμού για την απόκτηση κατοικίας είχαν προαναγγείλει αυτό που θα συνέβαινε. Το συμβόλαιο του δανείου έπρεπε να μετατραπεί σε ένα παράγωγο, που επέτρεπε σε αυτόν που δάνειζε να αντλεί διαρκώς κέρδος. Δεν μπορείτε να πληρώσετε τις δόσεις του δανείου σας; Μην ανησυχείτε. Διαφορετικά από εκείνα τα λίγο κακά παλιομοδίτικα άτομα, που ανυπομονούσαν να εισπράξουν τις δόσεις μέσα σε προκαθορισμένες προθεσμίες, εμείς οι μοντέρνοι δανειστές δεν θέλουμε πίσω τα λεφτά μας. Αντίθετα μάλιστα προσφερόμαστε να σας δανείσουμε και άλλα λεφτά, για να πληρώσετε τα χρέη σας και όχι μόνον, αλλά ακόμη και για να έχετε περισσότερα μετρητά. Πράγματι, αυτό που κανείς δεν δήλωνε, αφήνοντας στις βαθιές και σκοτεινές προαισθήσεις των οφειλετών το καθήκον να αντιληφθούν την αλήθεια, είναι το ότι οι τράπεζες που δανείζουν στην πραγματικότητα δεν θέλουν οι οφειλέτες τους να εξοφλούν τις υποχρεώσεις τους. Αν οι οφειλέτες πλήρωναν όσα δανείστηκαν δεν θα υπήρχε πλέον χρέος, ενώ είναι ακριβώς τα χρέη τους (τον τόκο που πληρώνεται μηνιαία) εκείνα που οι δανειστές αποφάσισαν να μετατρέψουν σε κύρια πληγή του διαρκούς τους κέρδους.
Οι πελάτες που επιστρέφουν με επιμέλεια τα χρήματα που έχουν δανειστεί είναι ο εφιάλτης αυτών που χορηγούν δάνεια. Και αυτό γιατί τα κέρδη των μετόχων των τραπεζών βασίζονται κυρίως στη συνεχή «εξυπηρέτηση» των χρεών παρά στην έγκαιρη εξόφλησή τους. Σε ό,τι αφορά αυτούς τους μετόχους, ο ιδεώδης υποψήφιος για δανεισμό είναι εκείνος που δεν θα εξοφλήσει ποτέ το ποσό που δανείστηκε. Τα πρόσωπα που έχουν λογαριασμούς με αποταμιεύσεις, αλλά δεν έχουν χρέη, είναι επομένως οι «παρθένες περιοχές» του σήμερα (του χθες), που επιτρέπουν μιαν εκμετάλλευση. Από τη στιγμή που θα οδηγηθούν να αρχίσουν να καλλιεργούνται, δεν θα 'πρεπε ποτέ να τους παραχωρηθεί η δυνατότητα να αρνηθούν και να ξαναγίνουν ακαλλιέργητα εδάφη. Ετσι μια από τις πιο σημαντικές βρετανικές εταιρείες που δίνουν πιστωτικές κάρτες προκάλεσε πρόσφατα την αγανάκτηση της κοινής γνώμης, όταν αρνήθηκε να παραχωρήσει ξανά πιστωτικές κάρτες στους πελάτες που κάθε μήνα εξοφλούσαν τα χρέη τους.
Εκμετάλλευση
Ιδού όμως κάποιο παράδειγμα της καταστροφικής επίπτωσης αυτής της στρατηγικής: σε μια βρετανική εφημερίδα δημοσιεύτηκε η ιστορία ενός πενηντάχρονου, ο οποίος είχε χρεωθεί 58 χιλιάδες λίρες από 14 τράπεζες. Αυτός ο κύριος δεν κατόρθωνε να πληρώνει τους τόκους του χρέους του. Λυπούμενος εκ των υστέρων για τη βλακεία που τον έσπρωξε σε αυτή την απαράδεκτη κατάσταση, αυτός στράφηκε εναντίον εκείνων που του είχαν χορηγήσει τα δάνεια. Σύμφωνα με όσα είπε, όποιος χορηγεί δάνεια είναι «εν μέρει» υπεύθυνος και κατακριτέος, επειδή επιτρέπει στους ανθρώπους να χρεώνονται με απίστευτη ευκολία. Σε μιαν άλλη μακρινή χώρα, στο Κουίνσλαντ της Αυστραλίας, μια νέα που είναι σήμερα 23 ετών και ονομάζεται Σιόμπχαν Χίλεϊ, πριν από μερικά χρόνια απέκτησε την πρώτη πιστωτική της κάρτα. Τελικά -έτσι δήλωσε- ήταν ελεύθερη να διαχειρίζεται μόνη της τα οικονομικά της. Λίγο καιρό μετά, η νεαρή ζήτησε και απέκτησε μια δεύτερη πιστωτική κάρτα, για να αντιμετωπίσει τους τόκους και τα χρέη που είχαν συσσωρευτεί από την πρώτη. Αφού πέρασε λίγος ακόμη χρόνος, ανακάλυψε ότι η δεύτερη πιστωτική κάρτα δεν αρκούσε για να καλύπτει τους τόκους από τα χρέη της πρώτης. Απευθύνθηκε επομένως σε μια τράπεζα, για να αποκτήσει ένα δάνειο αναγκαίο για να εξοφλήσει τα ανοίγματα και από τις δύο κάρτες. Με δυο λόγια, οι τράπεζες κατόρθωσαν να αποκτήσουν αυτό που ήθελαν: μια παρθένα γη, που την κατέκτησαν και την εκμεταλλεύονται.
Στεγαστικά
Οπως και σε όλες τις προηγούμενες μεταβολές του καπιταλισμού, έτσι και αυτή τη φορά το κράτος βοήθησε στη δημιουργία αυτών των νέων εδαφών. Με βάση μια πρωτοβουλία του προέδρου Κλίντον, έγινε η εισαγωγή στις Ηνωμένες Πολιτείες των στεγαστικών δανείων, που προωθούσε η κυβέρνηση για να προσφέρει εύκολες πιστώσεις για την απόκτηση κατοικίας σε πρόσωπα που δεν είχαν τα μέσα για να εξοφλούν τα δάνειά τους και συνεπώς για να μετατρέψει σε οφειλέτες εκείνα τα τμήματα του πληθυσμού που μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχαν ενταχθεί στο κύκλωμα της εκμετάλλευσης μέσω του πιστωτικού συστήματος. Ακριβώς όμως όπως η εξαφάνιση ανθρώπων που περιφέρονται ξυπόλητοι προκαλεί ανησυχία στην υποδηματοβιομηχανία, έτσι και η εξαφάνιση προσώπων που δεν είναι χρεωμένα επιτρέπει να προβλέψουμε την καταστροφή για τη βιομηχανία των δανείων.
Για άλλη μια φορά ο καπιταλισμός πλησιάζει σε μια μη ηθελημένη αυτοκτονία, δρώντας έτσι ώστε να εξαντλεί τους πόρους των νέων παρθένων περιοχών που εκμεταλλεύεται. Με δυο λόγια, ο καπιταλισμός τέλειωσε; Δεν τον νομίζω. Η είδηση του θανάτου του καπιταλισμού, όπως θα έλεγε ο Μαρκ Τουέιν, είναι τρομερά υπερβολική. Το κράτος έσπευσε να βοηθήσει. Αρκεί να σκεφτούμε τα γιγάντια σχέδια σωτηρίας των τραπεζών που κατάρτισαν οι κυβερνήσεις όλου του κόσμου. Αλλά έχει εισαχθεί και ένα είδος κράτους πρόνοιας για τους πλουσιότερους. Για να αναφέρουμε ένα μόνο παράδειγμα από την πρόσφατη ειδησεογραφία: τη στιγμή που σταμάτησε ακριβώς στο χείλος της καταστροφής, χάρη στην άφθονη ροή του χρήματος των φορολογουμένων, η τράπεζα TSB Lloyds άρχισε να ασκεί πιέσεις στο δημόσιο ταμείο, για να κατευθύνει μέρος του πακέτου σωτηρίας στους λογαριασμούς των μερισμάτων των μετόχων της. Και παρά την επίσημη αγανάκτηση των εκπροσώπων του κράτους, προχώρησε ατάραχη στην καταβολή μπόνους, εκδηλώνοντας μια τέτοια πλεονεξία και απληστία σαν αυτές που οδήγησαν τις τράπεζες και τους πελάτες τους στην απόλυτη καταστροφή. Δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει αυτό. Σύμφωνα με τον Στίβεν Σλιβίνσκι του Ινστιτούτου Cato, ήδη το 2006 η αμερικανική κυβέρνηση ξόδεψε 92 δισ. δολάρια για να στηρίξει με οικονομική βοήθεια κολοσσούς της βιομηχανίας όπως η Boeing, η Ibm και η General Motors.
Συναλλαγή
Πριν από χρόνια, ο Γιούργκεν Χάμπερμας υποστήριζε ότι το κράτος είναι καπιταλιστικό και υπενθύμιζε ότι η ουσία του καπιταλισμού είναι η ένωση κεφαλαίου και εργατικής δύναμης. Σκοπός αυτής της ένωσης είναι να πραγματοποιεί μιαν εμπορική συναλλαγή: το κράτος αγοράζει την εργατική δύναμη.
Για να γίνει ωστόσο η συναλλαγή πρέπει να ικανοποιούνται δύο προϋποθέσεις: το κεφάλαιο πρέπει να είναι σε θέση να αγοράζει και η εργατική δύναμη πρέπει να μπορεί να αγοραστεί, δηλαδή να γίνεται αρκετά ενδιαφέρουσα και δελεαστική για να αγοραστεί από το κεφάλαιο. Κύριο καθήκον του κράτους είναι επομένως να δράσει έτσι ώστε και οι δυο αυτές προϋποθέσεις να υλοποιηθούν. Γι' αυτόν τον λόγο το κράτος πρέπει να κάνει δύο πράγματα: πρώτον, να χρηματοδοτήσει το κεφάλαιο στην περίπτωση που δεν διαθέτει την αναγκαία ρευστότητα για την αγορά μιας παραγωγικής και επικερδούς εργατικής δύναμης.
Δεύτερον, να βεβαιωθεί ότι η εργατική δύναμη αξίζει πραγματικά να αγοραστεί, δηλαδή ότι είναι σε θέση να αντέξει τον κόπο της βιομηχανικής παραγωγής, ότι είναι δυνατή και υγιής και ότι είναι κατάλληλα προετοιμασμένη και διαθέτει εκείνες τις εργασιακές γνώσεις και ιδιότητες που είναι αναγκαίες ώστε να απασχοληθεί στον βιομηχανικό τομέα. Ο Χάμπερμας έγραφε αυτά τα πράγματα στον καιρό της μοντέρνας «στέρεης» κοινωνίας των παραγωγών. Σήμερα, στη «ρευστή» κοινωνία, το κράτος είναι καπιταλιστικό στο μέτρο που εγγυάται μια συνεχή πιστωτική διαθεσιμότητα. Εξάλλου, η συνεργασία κράτους και αγοράς είναι κανόνας στον καπιταλισμό. Η σύγκρουση μεταξύ τους, αν ποτέ παρουσιαστεί, είναι αντίθετα η εξαίρεση. Απομένει να δούμε το μέλλον, δηλαδή τις μελλοντικές παρθένες περιοχές.
ΖΙΓΚΜΟΥΝΤ ΜΠΑΟΥΜΑΝ
Ενας από τους κορυφαίους σύγχρονους κοινωνιολόγους
Ο 85χρονος σήμερα Ζίγκμουντ Μπάουμαν είναι ένας από τους κορυφαίους σύγχρονους κοινωνιολόγους και έχει γράψει πολλά και σημαντικά έργα, μερικά από τα οποία μεταφράστηκαν τα τελευταία χρόνια και στη γλώσσα μας. Μέχρι το 1968, ο Πολωνός Μπάουμαν δίδασκε στο Πανεπιστήμιο της Βαρσοβίας. Επειτα υποχρεώθηκε να μεταναστεύσει και συνέχισε τη διδακτική του δραστηριότητα στο Πανεπιστήμιο του Λιντς στη Μεγάλη Βρετανία. Το κείμενό του αυτό είναι η εισήγησή του σε θεωρητικό συμπόσιο με θέμα «Ανησυχίες στη νεωτερικότητα», που έγινε με πρωτοβουλία της οργάνωσης Arci στη Φλωρεντία, τον Δεκέμβριο του 2008.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου