Σάββατο 14 Ιανουαρίου 2012

Γκί ντε Μοπασάν


Ο Μοπασάν υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους διηγηματογράφους του 19ου αιώνα, την ιστορική περίοδο που άνθησε η πεζογραφία ως μέσο προώθησης αλλά και ελέγχου τής ιδεολογίας της αστικής τάξης, που πλέον μεσουρανούσε στην Ευρώπη. Τα ρεαλιστικά αφηγήματα του Μοπασάν είναι βαθιά ριζωμένα στο ιστορικό τους περιβάλλον, προσφέροντας έτσι μια χαρακτηριστική γεύση από το σκανδαλώδες κλίμα εκείνης της «παρακμιακής» εποχής, τα τέλη του αιώνα. Το πραγματολογικό περιεχόμενο της αστικής ηθογραφίας είναι σίγουρα ο μείζων λόγος που ο Γάλλος συγγραφέας μάς προκαλεί το ενδιαφέρον, αλλά όχι και ο μοναδικός. Ο Μοπασάν παραμένει επίσης ένας από τους μεγάλους αφηγητές στην ιστορία των δυτικών γραμμάτων, στη γραμμή της παράδοσης που εγκαινιάστηκε με το «Δεκαήμερο» του Βοκκάκιου και σημαδεύτηκε από τα αλλόκοτα διηγήματα του Εντγκαρ Αλαν Πόου. Προσκολλημένα στην πλοκή και την περιγραφή σκηνών εις βάρος της εξήγησης και της ενδοσκόπησης, τα πεζογραφήματα του Μοπασάν θαυμάστηκαν από διάσημους σύγχρονούς του, όπως ο Τουργκένιεφ, ο Τολστόι και ο Φλομπέρ, και επηρέασαν με τη σειρά τους δεινούς συγγραφείς του 20ου αιώνα, για παράδειγμα τον Τζέιμς, τον Κόνραντ, ακόμη και τον Πιραντέλλο.


Γεννημένος το 1850 στη Νορμανδία, από οικογένεια ευγενικής καταγωγής, ο Μοπασάν είχε μια πολυκύμαντη προσωπική ζωή, γεμάτη πάθη και δοκιμασίες, αλλά ταυτόχρονα δραστήρια, δημόσια, παρεμβατική. Ανθρωπος πληθωρικός, φιλήδονος, ταξιδευτής, αθλητικός, φιλοπερίεργος, γνώρισε εξίσου τη δόξα και την εξαθλίωση. Επειτα από μακρόχρονη μαθητεία στη γραφή υπό την εποπτεία του Φλομπέρ, εθελοντική στράτευση στο γαλλοπρωσικό πόλεμο και μια περίοδο υπηρεσίας στη γαλλική δημόσια διοίκηση, ο Μοπασάν είχε εντρυφήσει αρκετά τόσο στη λογοτεχνία όσο και στη σύγχρονη πραγματικότητα ώστε να γίνει επαγγελματίας συγγραφέας, κερδίζοντας μεγάλη φήμη και υψηλές αποδοχές. Τα έργα του γίνονταν ανάρπαστα και γνώρισαν πολλές ανατυπώσεις. Ο ίδιος γλέντησε τη ζωή του ως διασημότητα, δίχως δεσμεύσεις και περιορισμούς, με κότερα, επαύλεις, εναλλασσόμενες γυναίκες και νόθα παιδιά, ενώ παράλληλα απορροφούσε εντυπώσεις και περιστατικά για να τροφοδοτήσει την αδηφάγο πένα του. Ομως, ο ξέφρενος ρυθμός του, το οικογενειακό ιστορικό νευροπάθειας και η προσβολή του από τη σύφιλη, την ασθένεια της εποχής, δεν άργησαν να τον εξουθενώσουν και να τον στείλουν παράφρονα στο άσυλο ανιάτων, όπου πέθανε ενάμιση χρόνο μετά. Σε ηλικία σαράντα τριών ετών είχε ήδη προλάβει να συγγράψει περίπου τριακόσια διηγήματα, έξι μυθιστορήματα, δύο θεατρικά έργα, ταξιδιωτικά βιβλία και πολυάριθμα χρονογραφήματα και κριτικές.


Το έργο του Μοπασάν στο σύνολό του στοχεύει στη διακωμώδηση των ηθών, την αποκάλυψη της νοσηρότητας της αστικής κοινωνίας, της χρεοκοπίας του πολιτισμού της λόγω του κυρίαρχου υλισμού και της αποθέωσης του χρηματικού και ατομικού συμφέροντος, όχι απλώς στον τομέα της οικονομίας αλλά επίσης στην πολιτική, την οικογένεια, τον έρωτα. Ο καυτηριασμός του ηθικού καθωσπρεπισμού και των ποταπών κινήτρων των αστών, σε όλο το φάσμα των σχέσεών τους, υπήρξε προσφιλές θέμα στη γαλλική λογοτεχνία της εποχής. Ομως η απεικόνιση χαρακτήρων και συμπεριφορών που φιλοτεχνεί ο Μοπασάν, εκτείνεται σε διάφορα κοινωνικά στρώματα και ρόλους, εκφράζοντας μια ευρύτερη αντι-ουμανιστική προοπτική. Οι ιστορίες του είναι γεμάτες φιλήδονους τυχοδιώκτες, άπιστες ή αφελείς γυναίκες, χυδαίους νεόπλουτους, υπολογιστές μικροαστούς, επιτηδευμένους κοσμικούς, υποκριτές ιερωμένους, άξεστους και φιλοχρήματους χωρικούς. Η βαθιά απαισιοδοξία για τη φύση και το μέλλον της ανθρωπότητας, που αποπνέει το έργο του, αντανακλά την ομολογημένη επιρροή της κοσμοθεώρησης του Σοπενχάουερ και του Σπένσερ. Ωστόσο, η απαισιοδοξία αυτή σε συνάρτηση με το απρόσωπο αφηγηματικό του ύφος, που οφείλει στον Φλομπέρ, δημιουργεί μια αίσθηση αμοραλισμού. Ο Μοπασάν απλώς παρατηρεί και αποδίδει με τρόπο «αντικειμενικό» τη σκληρότητα και το παράλογο της ζωής -δεν διδάσκει ούτε παρηγορεί.


Είναι ενδεικτικό ότι ο Τολστόι, που έτρεφε μεγάλη εκτίμηση στην υποβλητικότητα και την ειλικρίνεια της γραφής του, σε ένα δοκίμιο που έγραψε μετά τον θάνατό του, τον εγκαλεί ακριβώς για την αποτυχία του να μεταδώσει ορθά ηθικά αισθήματα, να διακρίνει το καλό από το κακό. Ενίοτε μάλιστα ο συγγραφέας δείχνει να γοητεύεται από τα ελαττώματα των ηρώων του, κυρίως επειδή παραμένουν αμετανόητοι. Στο πρώτο του μυθιστόρημα, «Μια ζωή», μια ευγενική και ωραία γυναίκα καταστρέφεται από τον αδιάφορο και αδίστακτο σύζυγό της, ενώ το περίφημο «Μπελ αμί», παρουσιάζει μια υποδειγματική περίπτωση κοινωνικής αναρρίχησης ενός γόη μέσω της αμείλικτης εκμετάλλευσης γυναικών, χωρίς η δράση του να σκιάζεται από κανενός είδους θεία δίκη. Αυτό που τελικά εντυπωσιάζει στις περισσότερες ιστορίες του Μοπασάν είναι η απρόσκοπτη επικράτηση του κακού, η επιβεβαίωση του νόμου του ισχυροτέρου, ο τυφλός εγωισμός των ενστίκτων σε μια κοινωνία που θεωρείται πολιτισμένη.


Ο Μοπασάν αποκαλύπτει χωρίς συναισθηματισμούς ότι η πολιτισμός είναι απάτη. Κι όμως απέχει από το να είναι κυνικός. Παρ' ότι συχνά πικάντικες και κωμικές σε τόνο, οι ιστορίες του δεν αποβλέπουν απλώς στην ψυχαγωγία του αναγνώστη. Στα λογοτεχνικά του κείμενα ενυπάρχει μια έντονη κριτική διάσταση που δεν προκύπτει από τη διατύπωση αξιολογικών κρίσεων, αλλά αντίθετα από την επίμονη θεματοποίηση της αδικίας και της υποκρισίας, η οποία εμμέσως λειτουργεί καταγγελτικά. Ο ίδιος εξηγούσε ότι ο ρεαλιστής μυθιστοριογράφος έχει ως στόχο «να μας αναγκάσει να σκεφτούμε, να καταλάβουμε το βαθύ νόημα των πραγμάτων». Σε ό,τι αφορά τα πολιτικά δρώμενα της εποχής του, άρθρωσε έναν ακόμη πιο αιχμηρό λόγο. Δεν ήταν μόνον από τους πρώτους που στηλίτευσαν την κατάκτηση της Τυνησίας και την αποικιοκρατική πολιτική της Γαλλίας αλλά τόλμησε επίσης να χλευάσει την ανανδρία και τον ψευτοπατρωτισμό των ομοεθνών του κατά τον γαλλοπρωσικό πόλεμο. Από τα πολυάριθμα διηγήματα που εμπνεύστηκε από τις εμπειρίες του στον πόλεμο, το πιο φημισμένο είναι «Η χοντρομπαλού», που έγραψε το 1880 για το συλλογικό τόμο «Απογευματινές του Μεντάν», προϊόν των φιλολογικών εσπερίδων που οργάνωνε ο Ζολά στη θερινή του κατοικία. Στο διήγημα αυτό μια πόρνη αποδεικνύεται πιο ανθρώπινη, γενναία και ηθική απ' ό,τι οι τοπικοί αριστοκράτες, οι επιχειρηματίες, οι ιδεολόγοι και οι μοναχοί με τους οποίους συνταξιδεύει. Ο Φλομπέρ μάλιστα το χαρακτήρισε αριστούργημα, αλλά η ιστορία στάθηκε αφορμή να κατηγορηθεί ο Μοπασάν ως αντιπατριώτης, επειδή εδώ όπως και αλλού περιγράφει με ακρίβεια τις μικρότητες, τις δολιότητες και τις αισχρότητες που έμελλε να εξωραϊστούν από την επίσημη Ιστορία -τη συνεργασία των μεγαλοαστών με τον κατακτητή, την αδιαφορία των γαιοκτημόνων, την παθητικότητα των χωρικών.


Ο θαρραλέος αντισοβινισμός του Μοπασάν συνδέεται με τη φανατικά αντιπολεμική του στάση και την απέχθειά του για τις πολιτικές και οικονομικές ραδιουργίες της Δεύτερης Γαλλικής Αυτοκρατορίας, με τις οποίες εξοικειώθηκε στη διάρκεια της πολύχρονης συνεργασίας του με εφημερίδες και άλλα έντυπα της περιόδου. Παρ' ότι ούτε οι εφημερίδες στις οποίες έγραφε τακτικά ήταν προοδευτικές ούτε ο ίδιος θα μπορούσε να χαρακτηριστεί με ακρίβεια ριζοσπάστης, στα χρονογραφήματά του σχολίαζε την επικαιρότητα αναλαμβάνοντας το ρόλο του δημόσιου κατήγορου ενάντια στη διαφθορά και την ασυνειδησία.


Επισήμαινε ότι στην πραγματικότητα η κινητήριος δύναμη του αστικού πολιτισμού είναι τα όνειρα της κοινωνικής ανόδου και της ατομικής ιδιοκτησίας ενώ η θρησκεία και η ηθική είναι απλώς συνθήματα. Ανίχνευε τα αστικά συμφέροντα ακόμα και στην καρδιά της πολιτικής, γράφοντας χαρακτηριστικά: «Ζούμε υπό τη βασιλεία της δωροδοκίας των δημόσιων λειτουργών, μέσα στο βασίλειο της εύκολης συνείδησης, γονατισμένοι μπροστά στους μεγιστάνες». Οι καταγγελίες του είναι η έκφραση μιας εκ των έσω κριτικής, η οποία εντοπίζει τις αντιφάσεις και την αποτυχία του αστικού πολιτισμού να εμπραγματώσει τις ηθικές αξίες που υποτίθεται ότι πρεσβεύει. Κι αν η φωνή του Μοπασάν εξακολουθεί να έχει ισχύ, παρά την τοπική χροιά της και τον ενάμιση αιώνα που μεσολάβησε, οφείλεται κυρίως στο ότι αναγνωρίζουμε πως δυστυχώς πολύ λίγα έχουν ουσιαστικά αλλάξει από τότε.Ο Μοπασάν υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους διηγηματογράφους του 19ου αιώνα, την ιστορική περίοδο που άνθησε η πεζογραφία ως μέσο προώθησης αλλά και ελέγχου τής ιδεολογίας της αστικής τάξης, που πλέον μεσουρανούσε στην Ευρώπη. Τα ρεαλιστικά αφηγήματα του Μοπασάν είναι βαθιά ριζωμένα στο ιστορικό τους περιβάλλον, προσφέροντας έτσι μια χαρακτηριστική γεύση από το σκανδαλώδες κλίμα εκείνης της «παρακμιακής» εποχής, τα τέλη του αιώνα. Το πραγματολογικό περιεχόμενο της αστικής ηθογραφίας είναι σίγουρα ο μείζων λόγος που ο Γάλλος συγγραφέας μάς προκαλεί το ενδιαφέρον, αλλά όχι και ο μοναδικός. Ο Μοπασάν παραμένει επίσης ένας από τους μεγάλους αφηγητές στην ιστορία των δυτικών γραμμάτων, στη γραμμή της παράδοσης που εγκαινιάστηκε με το «Δεκαήμερο» του Βοκκάκιου και σημαδεύτηκε από τα αλλόκοτα διηγήματα του Εντγκαρ Αλαν Πόου. Προσκολλημένα στην πλοκή και την περιγραφή σκηνών εις βάρος της εξήγησης και της ενδοσκόπησης, τα πεζογραφήματα του Μοπασάν θαυμάστηκαν από διάσημους σύγχρονούς του, όπως ο Τουργκένιεφ, ο Τολστόι και ο Φλομπέρ, και επηρέασαν με τη σειρά τους δεινούς συγγραφείς του 20ου αιώνα, για παράδειγμα τον Τζέιμς, τον Κόνραντ, ακόμη και τον Πιραντέλλο.


Γεννημένος το 1850 στη Νορμανδία, από οικογένεια ευγενικής καταγωγής, ο Μοπασάν είχε μια πολυκύμαντη προσωπική ζωή, γεμάτη πάθη και δοκιμασίες, αλλά ταυτόχρονα δραστήρια, δημόσια, παρεμβατική. Ανθρωπος πληθωρικός, φιλήδονος, ταξιδευτής, αθλητικός, φιλοπερίεργος, γνώρισε εξίσου τη δόξα και την εξαθλίωση. Επειτα από μακρόχρονη μαθητεία στη γραφή υπό την εποπτεία του Φλομπέρ, εθελοντική στράτευση στο γαλλοπρωσικό πόλεμο και μια περίοδο υπηρεσίας στη γαλλική δημόσια διοίκηση, ο Μοπασάν είχε εντρυφήσει αρκετά τόσο στη λογοτεχνία όσο και στη σύγχρονη πραγματικότητα ώστε να γίνει επαγγελματίας συγγραφέας, κερδίζοντας μεγάλη φήμη και υψηλές αποδοχές. Τα έργα του γίνονταν ανάρπαστα και γνώρισαν πολλές ανατυπώσεις. Ο ίδιος γλέντησε τη ζωή του ως διασημότητα, δίχως δεσμεύσεις και περιορισμούς, με κότερα, επαύλεις, εναλλασσόμενες γυναίκες και νόθα παιδιά, ενώ παράλληλα απορροφούσε εντυπώσεις και περιστατικά για να τροφοδοτήσει την αδηφάγο πένα του. Ομως, ο ξέφρενος ρυθμός του, το οικογενειακό ιστορικό νευροπάθειας και η προσβολή του από τη σύφιλη, την ασθένεια της εποχής, δεν άργησαν να τον εξουθενώσουν και να τον στείλουν παράφρονα στο άσυλο ανιάτων, όπου πέθανε ενάμιση χρόνο μετά. Σε ηλικία σαράντα τριών ετών είχε ήδη προλάβει να συγγράψει περίπου τριακόσια διηγήματα, έξι μυθιστορήματα, δύο θεατρικά έργα, ταξιδιωτικά βιβλία και πολυάριθμα χρονογραφήματα και κριτικές.


Το έργο του Μοπασάν στο σύνολό του στοχεύει στη διακωμώδηση των ηθών, την αποκάλυψη της νοσηρότητας της αστικής κοινωνίας, της χρεοκοπίας του πολιτισμού της λόγω του κυρίαρχου υλισμού και της αποθέωσης του χρηματικού και ατομικού συμφέροντος, όχι απλώς στον τομέα της οικονομίας αλλά επίσης στην πολιτική, την οικογένεια, τον έρωτα. Ο καυτηριασμός του ηθικού καθωσπρεπισμού και των ποταπών κινήτρων των αστών, σε όλο το φάσμα των σχέσεών τους, υπήρξε προσφιλές θέμα στη γαλλική λογοτεχνία της εποχής. Ομως η απεικόνιση χαρακτήρων και συμπεριφορών που φιλοτεχνεί ο Μοπασάν, εκτείνεται σε διάφορα κοινωνικά στρώματα και ρόλους, εκφράζοντας μια ευρύτερη αντι-ουμανιστική προοπτική. Οι ιστορίες του είναι γεμάτες φιλήδονους τυχοδιώκτες, άπιστες ή αφελείς γυναίκες, χυδαίους νεόπλουτους, υπολογιστές μικροαστούς, επιτηδευμένους κοσμικούς, υποκριτές ιερωμένους, άξεστους και φιλοχρήματους χωρικούς. Η βαθιά απαισιοδοξία για τη φύση και το μέλλον της ανθρωπότητας, που αποπνέει το έργο του, αντανακλά την ομολογημένη επιρροή της κοσμοθεώρησης του Σοπενχάουερ και του Σπένσερ. Ωστόσο, η απαισιοδοξία αυτή σε συνάρτηση με το απρόσωπο αφηγηματικό του ύφος, που οφείλει στον Φλομπέρ, δημιουργεί μια αίσθηση αμοραλισμού. Ο Μοπασάν απλώς παρατηρεί και αποδίδει με τρόπο «αντικειμενικό» τη σκληρότητα και το παράλογο της ζωής -δεν διδάσκει ούτε παρηγορεί.


Είναι ενδεικτικό ότι ο Τολστόι, που έτρεφε μεγάλη εκτίμηση στην υποβλητικότητα και την ειλικρίνεια της γραφής του, σε ένα δοκίμιο που έγραψε μετά τον θάνατό του, τον εγκαλεί ακριβώς για την αποτυχία του να μεταδώσει ορθά ηθικά αισθήματα, να διακρίνει το καλό από το κακό. Ενίοτε μάλιστα ο συγγραφέας δείχνει να γοητεύεται από τα ελαττώματα των ηρώων του, κυρίως επειδή παραμένουν αμετανόητοι. Στο πρώτο του μυθιστόρημα, «Μια ζωή», μια ευγενική και ωραία γυναίκα καταστρέφεται από τον αδιάφορο και αδίστακτο σύζυγό της, ενώ το περίφημο «Μπελ αμί», παρουσιάζει μια υποδειγματική περίπτωση κοινωνικής αναρρίχησης ενός γόη μέσω της αμείλικτης εκμετάλλευσης γυναικών, χωρίς η δράση του να σκιάζεται από κανενός είδους θεία δίκη. Αυτό που τελικά εντυπωσιάζει στις περισσότερες ιστορίες του Μοπασάν είναι η απρόσκοπτη επικράτηση του κακού, η επιβεβαίωση του νόμου του ισχυροτέρου, ο τυφλός εγωισμός των ενστίκτων σε μια κοινωνία που θεωρείται πολιτισμένη.


Ο Μοπασάν αποκαλύπτει χωρίς συναισθηματισμούς ότι η πολιτισμός είναι απάτη. Κι όμως απέχει από το να είναι κυνικός. Παρ' ότι συχνά πικάντικες και κωμικές σε τόνο, οι ιστορίες του δεν αποβλέπουν απλώς στην ψυχαγωγία του αναγνώστη. Στα λογοτεχνικά του κείμενα ενυπάρχει μια έντονη κριτική διάσταση που δεν προκύπτει από τη διατύπωση αξιολογικών κρίσεων, αλλά αντίθετα από την επίμονη θεματοποίηση της αδικίας και της υποκρισίας, η οποία εμμέσως λειτουργεί καταγγελτικά. Ο ίδιος εξηγούσε ότι ο ρεαλιστής μυθιστοριογράφος έχει ως στόχο «να μας αναγκάσει να σκεφτούμε, να καταλάβουμε το βαθύ νόημα των πραγμάτων». Σε ό,τι αφορά τα πολιτικά δρώμενα της εποχής του, άρθρωσε έναν ακόμη πιο αιχμηρό λόγο. Δεν ήταν μόνον από τους πρώτους που στηλίτευσαν την κατάκτηση της Τυνησίας και την αποικιοκρατική πολιτική της Γαλλίας αλλά τόλμησε επίσης να χλευάσει την ανανδρία και τον ψευτοπατρωτισμό των ομοεθνών του κατά τον γαλλοπρωσικό πόλεμο. Από τα πολυάριθμα διηγήματα που εμπνεύστηκε από τις εμπειρίες του στον πόλεμο, το πιο φημισμένο είναι «Η χοντρομπαλού», που έγραψε το 1880 για το συλλογικό τόμο «Απογευματινές του Μεντάν», προϊόν των φιλολογικών εσπερίδων που οργάνωνε ο Ζολά στη θερινή του κατοικία. Στο διήγημα αυτό μια πόρνη αποδεικνύεται πιο ανθρώπινη, γενναία και ηθική απ' ό,τι οι τοπικοί αριστοκράτες, οι επιχειρηματίες, οι ιδεολόγοι και οι μοναχοί με τους οποίους συνταξιδεύει. Ο Φλομπέρ μάλιστα το χαρακτήρισε αριστούργημα, αλλά η ιστορία στάθηκε αφορμή να κατηγορηθεί ο Μοπασάν ως αντιπατριώτης, επειδή εδώ όπως και αλλού περιγράφει με ακρίβεια τις μικρότητες, τις δολιότητες και τις αισχρότητες που έμελλε να εξωραϊστούν από την επίσημη Ιστορία -τη συνεργασία των μεγαλοαστών με τον κατακτητή, την αδιαφορία των γαιοκτημόνων, την παθητικότητα των χωρικών.


Ο θαρραλέος αντισοβινισμός του Μοπασάν συνδέεται με τη φανατικά αντιπολεμική του στάση και την απέχθειά του για τις πολιτικές και οικονομικές ραδιουργίες της Δεύτερης Γαλλικής Αυτοκρατορίας, με τις οποίες εξοικειώθηκε στη διάρκεια της πολύχρονης συνεργασίας του με εφημερίδες και άλλα έντυπα της περιόδου. Παρ' ότι ούτε οι εφημερίδες στις οποίες έγραφε τακτικά ήταν προοδευτικές ούτε ο ίδιος θα μπορούσε να χαρακτηριστεί με ακρίβεια ριζοσπάστης, στα χρονογραφήματά του σχολίαζε την επικαιρότητα αναλαμβάνοντας το ρόλο του δημόσιου κατήγορου ενάντια στη διαφθορά και την ασυνειδησία.


Επισήμαινε ότι στην πραγματικότητα η κινητήριος δύναμη του αστικού πολιτισμού είναι τα όνειρα της κοινωνικής ανόδου και της ατομικής ιδιοκτησίας ενώ η θρησκεία και η ηθική είναι απλώς συνθήματα. Ανίχνευε τα αστικά συμφέροντα ακόμα και στην καρδιά της πολιτικής, γράφοντας χαρακτηριστικά: «Ζούμε υπό τη βασιλεία της δωροδοκίας των δημόσιων λειτουργών, μέσα στο βασίλειο της εύκολης συνείδησης, γονατισμένοι μπροστά στους μεγιστάνες». Οι καταγγελίες του είναι η έκφραση μιας εκ των έσω κριτικής, η οποία εντοπίζει τις αντιφάσεις και την αποτυχία του αστικού πολιτισμού να εμπραγματώσει τις ηθικές αξίες που υποτίθεται ότι πρεσβεύει. Κι αν η φωνή του Μοπασάν εξακολουθεί να έχει ισχύ, παρά την τοπική χροιά της και τον ενάμιση αιώνα που μεσολάβησε, οφείλεται κυρίως στο ότι αναγνωρίζουμε πως δυστυχώς πολύ λίγα έχουν ουσιαστικά αλλάξει από τότε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου