Δευτέρα 19 Νοεμβρίου 2007

Κλισέ

κλισέ το [klisé] O (άκλ.) : 1. ανάγλυφη πλάκα, συνήθ. μεταλλική, που χρησιμοποιείται στην τυπογραφία για την αναπαραγωγή κειμένων, εικόνων ή και ολόκληρων σελίδων. 2. (μτφ.) στερεότυπος τρόπος έκφρασης, συμπεριφοράς κτλ., που έχει καταντήσει κενός περιεχομένου από την υπερβολική χρήση: Φραστικά ~. H ομιλία του ήταν γεμάτη ~. [λόγ. < γαλλ. cliché]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου