σαρδάμ το [sarδám] Ο (άκλ.) : λέξη που δηλώνει το μπέρδεμα των λέξεων ή των γραμμάτων μέσα σε μία λέξη από έναν ομιλητή, συνήθως από αμηχανία ή άγχος.
Η λέξη σαρδάμ προκύπτει από αναγραμματισμό του ονόματος Μαδράς. Ο Αχιλλέας Μαδράς ήταν ηθοποιός και σκηνοθέτης ο οποίος είχε γυρίσει την πρώτη ελληνική κινηματογραφική παραγωγή. Σε μία προσπάθειά του να αυτοσαρκάσει την συνήθειά του να μπερδεύει τα λόγια του όταν μιλούσε, διάβασε ανάποδα το επίθετό του και δημιούργησε τον παραπάνω όρο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου