Σάββατο 9 Νοεμβρίου 2013

Ανασκευάζω

ανασκευάζω [anaskevázo] -ομαι : αποδεικνύω ότι κάτι δεν είναι αληθινό ή σωστό: ~ τη γνώμη / τους ισχυρισμούς / τα επιχειρήματα / τις κατηγορίες κάποιου. 
[λόγ. < αρχ. ἀνασκευάζω]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου