Konstantinito
"Lo importante es ser uno mismo"
Σάββατο 9 Νοεμβρίου 2013
Ανασκευάζω
ανασκευάζω
[anas
k
evázo]
-ομαι
:
αποδεικνύω ότι κάτι δεν είναι αληθινό ή σωστό: ~
τη γνώμη / τους ισχυρισμούς / τα επιχειρήματα / τις κατηγορίες κάποιου.
[λόγ. < αρχ.
ἀνασκευάζω
]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Νεότερη ανάρτηση
Παλαιότερη Ανάρτηση
Αρχική σελίδα
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου